κατάψυξη

κατάψυξη
Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας την κατάλληλη μέθοδο). Ο χρόνος διατήρησης των κατεψυγμένων τροφίμων παρατείνεται, σε σχέση με τα φρέσκα προϊόντα, επειδή η χαμηλή θερμοκρασία μειώνει τον ρυθμό αποικοδόμησης, ενώ, επειδή το νερό βρίσκεται με τη μορφή πάγου, όλες οι διαλυμένες ουσίες είναι ακινητοποιημένες. Όλα επομένως τα τρόφιμα που τοποθετούνται στην κ. αποκτούν συμπαγή μορφή. Όσο πιο σύντομα καταψύχεται ένα προϊόν τόσο μικρότεροι είναι οι κρύσταλλοι του πάγου που σχηματίζονται στο εσωτερικό των κυττάρων και κατά συνέπεια τόσο μικρότερη είναι η αλλοίωση της εσωτερικής σύστασης του προϊόντος. Η κ. επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση αζώτου, ήλιου και αέρα, ενώ τεχνικά πραγματοποιείται με διάφορα ψυκτικά μηχανήματα. Η θερμοκρασία των στοιχείων αυτών πρέπει να είναι κατώτερη από το κρυοσκοπικό τους σημείο, ώστε όλο το νερό που περιέχεται στα τρόφιμα να γίνεται πάγος. Επειδή η κ. είναι δαπανηρή, χρησιμοποιείται κυρίως στα ακριβά προϊόντα. Τα διάφορα κρέατα καταψύχονται είτε σε θαλάμους, οι οποίοι αερίζονται καλά σε θερμοκρασία -20°C, είτε σε ειδικές σήραγγες κ., όπου η θερμοκρασία κυμαίνεται κάτω από τους -30°C ή τους -35°C. Όταν πρόκειται να καταναλωθούν, η απόψυξη πρέπει να γίνεται βαθμιαία, ώστε να μην αλλοιωθούν οι ιστοί. Τα ψάρια καταψύχονται μέσα σε άλμη, εφόσον η κατανάλωσή τους πρόκειται να γίνει έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα αβγά καταψύχονται, αφού τοποθετηθούν πρώτα σε κουτιά, στους -30°C έως -25°C. Τα διάφορα χορταρικά αρχικά παραμένουν στον ατμό, για να μην αλλοιωθεί το χρώμα τους, και μετά καταψύχονται. Οικιακός καταψύκτης (φωτ. Whirlpool).
* * *
η (Α κατάψυξις)
νεοελλ.
1. μεγάλη ψύξη, πάγωμα
2. διαμέρισμα τού ψυκτικού μηχανήματος ή ειδικός θάλαμος όπου πραγματοποιείται μεγάλη ψύξη για τη συντήρηση τροφίμων
3. μέθοδος διατήρησης τροφίμων ή βιολογικών ιστών με την υποβολή και διατήρησή τους σε χαμηλή θερμοκρασία
αρχ.
1. ψύχρανση, κρύωμα, ψύξη
2. κώνειο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάψυξη — η ψύξη, πάγωμα: Βάλε το κρέας στην κατάψυξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψύξῃ — καταψύξηι , κατάψυξις cooling fem dat sg (epic) καταψύ̱ξῃ , καταψύχω cool aor subj mid 2nd sg καταψύ̱ξῃ , καταψύχω cool aor subj act 3rd sg καταψύ̱ξῃ , καταψύχω cool fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαλάτωση — Η αφαίρεση του άλατος που περιέχεται σε μια ουσία. Λέγεται και αφάλιση. Η ανάγκη παραγωγής πόσιμου νερού από τα μεγάλα αποθέματα του θαλασσινού ώθησε την τεχνολογία να αναζητήσει μεθόδους μετατροπής, έπειτα από μια ειδική κατεργασία, του αλμυρού… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • εκχύμωση — Διασκόρπιση αίματος στους μαλακούς ιστούς του σώματος, με αιτία το χτύπημα ή την πίεση από αμβλύ όργανο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στην πορεία νόσου με αιμορραγική διάθεση, καθώς και έπειτα από ασφυξία ή κατάψυξη. Η ε. έχει αρχικά χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • κατάψυκτος — κατάψυκτος, ον (Μ) [καταψύχω] αυτός που επιδέχεται κατάψυξη, ο δεκτικός καταψύξεως …   Dictionary of Greek

  • καταψυκτήριος — ια, ο [καταψύχω] αυτός που επιφέρει κατάψυξη, καταψυκτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”